ἐγέλα

ἐγέλα
ἐγέλᾱ , γελάω
laugh
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐγέλαν — ἐγέλᾱν , γελάω laugh imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐγέλᾱν , γελάω laugh imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγελάσθην — ἐγελά̱σθην , γελάω laugh imperf ind mp 3rd dual γελάω laugh aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) γελάω laugh aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγέλας — ἐγέλᾱς , γελάω laugh imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάκειμαι — (Α) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος αλλού, κείμαι σε άλλο μέρος («εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», Πλάτ.) 2. είμαι αλλαγμένος, έχω υποστεί μεταβολή («ἐφ ἡμῶν μετάκειται τὸ ἔθος», Διον. Αλ.) 3. (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια… …   Dictionary of Greek

  • συνήχηση — η / συνήχησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνηχῶ] 1. γραμμ. η τυχαία ή σκόπιμη παράταξη λέξεων με ομόηχες συλλαβές, η παρήχηση, όπως λ.χ. ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος [Αλ. Ραγκαβής] ή τυφλός τά τ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ ὄμματ εἶ [Σοφ.] 2. (κυρίως στην αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • κἀγέλα — Ἀγέλᾱ , Ἀγέλης masc nom/voc/acc dual Ἀγέλᾱ , Ἀγέλης masc gen sg (doric aeolic) ἀγέλᾱ , ἀγέλη herd fem nom/voc/acc dual ἀγέλᾱ , ἀγέλη herd fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐγέλᾱ , γελάω laugh imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ĝel-, ĝelǝ-, ĝlē-, (also *gelēi- :) ĝ(e)lǝi- —     ĝel , ĝelǝ , ĝlē , (also *gelēi :) ĝ(e)lǝi     English meaning: light, to shine; to be joyful     Deutsche Übersetzung: “hell, heiter glänzen” and “heiter sein, lächeln, lachen”     Material: Arm. caɫr, gen. caɫu “ laughter “ (probably… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”